σακκόρριζα

σακκόρριζα
η, Ν
βοτ. γένος φαιοφυκών τής Μεσογείου και τού Ατλαντικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sac-corhiza (< σάκκος + ῥίζα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”